Γερμανός ειδικός εξηγεί στην DW πως η Ελλάδα και η Πολωνία μπορούν από κοινού να διεκδικήσουν πολεμικές αποζημιώσεις – Τι τρέμει το Βερολίνο και πως θα πρέπει να γίνουν τα βήματα για να δικαιωθούν οι χώρες που γονάτισαν από τους Ναζί – Προτείνει κοινή διεκδίκηση από τις δυο χώρες για να μπορέσουν να δικαιωθούν για τα δεινά που πέρασαν
Η Άνγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε πρόσφατα την Πολωνία και την ίδια ώρα η κυβέρνηση της Βαρσοβίας έχει φέρει έντονα στο προσκήνιο το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων για τα ναζιστικά εγκλήματα πολέμου που τελέστηκαν στην Πολωνία.
Ο γιατρός και ιστορικός Kαρλ Χάιντς Ροτ παραχώρησε συνέντευξη στο πολωνικό πρόγραμμα της DW για το θέμα αυτό αφού είναι ένας από τους Γερμανούς ειδικούς που, εδώ και χρόνια, ασχολούνται ενδελεχώς με το μεγάλο κεφάλαιο των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων, ειδικότερα δε με τις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Πολωνίας. Ήδη από νεαρή ηλικία, ως φοιτητής ιατρικής, είχε ασχοληθεί με τα ιατρικά πειράματα των ναζί, ενώ όπως λέει ο ίδιος, πολλοί καθηγητές Ιατρικής στη μεταπολεμική Γερμανία συμμετείχαν και οι ίδιοι σε αντίστοιχα πειράματα. Από νωρίς άρχισε να εστιάζει ο ίδιος στα ναζιστικά εγκλήματα που τελέστηκαν ανά την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι ίδιες οι περιπτώσεις της Ελλάδας και της Πολωνίας;
Στις έρευνές του έχει ασχοληθεί σε βάθος και με την περίπτωση της Ελλάδας, όπως και της Πολωνίας, δύο χώρες που για τον ίδιο αποτελούν «παραδείγματα αναφοράς» για τη διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων από τη σημερινή Ομοσπονδιακή Γερμανία. Ειδικά για την Ελλάδα, όπως ανέφερε στη DW, η ενασχόληση με τις αξιώσεις της έναντι της Γερμανίας «ήρθε από σύμπτωση», όπως λέει, με αφορμή φιλικές συζητήσεις στην καυτή φάση της ελληνικής κρίσης κατά την περίοδο 2010-2011. «Αν και ασχολήθηκα έντονα με την περίπτωση της Ελλάδας και έγραψα ειδικά για αυτήν, πολύ νωρίς κατάλαβα ότι επρόκειτο για ένα γενικότερο πρόβλημα», σημειώνει ο ίδιος, προσθέτοντας ότι πρόκειται για ένα θέμα που συναντά κανείς το ίδιο, αν όχι περισσότερο έντονα, και στην Πολωνία και το οποίο αφορά εν τέλει όλη την Ευρώπη.
Είναι όμως η περίπτωση της Ελλάδας και της Πολωνίας όμοιες; Επρόκειτο για διαφορετικές περιπτώσεις εξαρχής. Εξηγεί ο Καρλ Χάιντς Ροτ: «Πρέπει να πούμε ότι οι καταστροφές στην Πολωνία σε ότι αφορά τις απώλειες στον πληθυσμό σε σχέση με τα δημογραφικά και οικονομικά μεγέθη ήταν γενικά μεγαλύτερες. Η καταστροφή στην Πολωνία διαφέρει από την Ελλάδα κυρίως επειδή οι Γερμανοί στην Πολωνία ενήργησαν βάση ενός συστηματικού σχεδιασμού στο πλαίσιο του Γενικού Σχεδίου Ανατολής. Ήθελαν να εκγερμανίσουν την Πολωνία με αναγκαστικές εκτοπίσεις πληθυσμών από τις περιοχές που προσαρτούσαν και εκγερμανίζοντας τη διοίκηση της χώρας.
Επρόκειτο για ένα συστηματικό σχέδιο εξόντωσης, που οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής τρόμου και το οποίο μπορεί να συγκριθεί εν μέρει, μόνο ως προς την κλίμακά του, με την κατοχή σοβιετικών εδαφών και ως έναν βαθμό της Γιουγκοσλαβίας. Την Ελλάδα η Γερμανία δεν ήθελε να την εκγερμανίσει. Ήθελαν μόνο να δημιουργήσουν ναυτικές και αεροπορικές βάσεις στη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη. Αναζητούσαν λοιπόν ένα είδος συνεργασίας με την Ελλάδα. Ήρθαν όμως αντιμέτωποι εκεί με μια δυνατή αντίσταση που δεν την περίμεναν. Το κεφάλαιο της αντίστασης είναι ένα κοινό στοιχείο μεταξύ Ελλάδας και Πολωνίας». Επίσης ένα ακόμη κοινό σημείο που επισημαίνει ο Καρλ Χάιντς Ροτ μεταξύ των δύο χωρών είναι ότι μεταπολεμικά αμφότερες «είχαν την τύχη των λεγόμενων μικρών συμμάχων. Με άλλα λόγια, είχαν τεθεί στο περιθώριο (σσ: από τις μεγάλες δυνάμεις) στην πολιτική περί αποζημιώσεων και αυτό διήρκεσε μέχρι σήμερα.»
Πολλοί οικονομολόγοι τα χρόνια της κρίσης ανά την Ευρώπη υποστήριξαν την άποψη ότι ειδικότερα το ελληνικό χρέος θα έπρεπε να συμψηφιστεί με γερμανικές οφειλές για τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα την περίοδο της κατοχής. Ο Καρλ Χάιντς Ροτ ενώ, όπως λέει, στην αρχή συμμεριζόταν αυτή την άποψη, πλέον βλέπει το ερώτημα αυτό διαφορετικά. «Πράγματι κι εγώ το πίστευα αυτό, μέχρι να γράψω το τελευταίο βιβλίο μου. Πλέον εκτιμώ ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά ζητήματα. Η πολεμική αποζημίωση είναι εν τέλει ηθικό ζήτημα. Φυσικά και είναι οικονομικά τεκμηριωμένη και υπολογίζεται βάσει του διεθνούς δικαίου. Υπάρχει μια διεθνώς αναγνωρισμένη αξίωση για καταβολή πολεμικών επανορθώσεων, καθώς και ατομικές αξιώσεις για αποζημιώσεις. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν θα πρέπει να συνδέεται με τα σημερινά οικονομικά προβλήματα» εκτιμά ο Γερμανός ειδικός, υπογραμμίζοντας ότι το θέμα της διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων δεν θα πρέπει να γίνει αντικείμενο «εμπορευματοποίησης». Αντίθετα, όπως εκτιμά, θα πρέπει όλες οι πλευρές να μπουν σε έναν διάλογο με ανοιχτά χαρτιά, ειλικρίνεια και χωρίς τακτικισμούς.
«Διότι είναι η τελευταία ευκαιρία για να λυθεί το πρόβλημα. Και για τον λόγο αυτό αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ανοιχτά από όλες τις πλευρές» σημειώνει.
380 δις ζητά η Ελλάδα – Διπλάσια η Πολωνία
Αλλά σε τι ύψος ανέρχονται οι ελληνικές και πολωνικές αξιώσεις σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έχει κάνει στην έρευνά του ο Καρλ Χάιντς Ροτ; «Τα νούμερα είναι πολύ υψηλά. Εξάπτουν τη φαντασία κι έτσι δημιουργούν αμυντικά αντανακλαστικά σε πολλούς. (…) Σύμφωνα με την επιτροπή του ελληνικού κοινοβουλίου οι ελληνικές διεκδικήσεις ανέρχονται στα 380 δις ευρώ (…). Oι Πολωνοί ζητούν περίπου τα διπλάσια. Κατά περιόδους η Πολωνία κάνει λόγο για ένα τρισεκατομμύριο», αναφέρει ο ίδιος. Επισημαίνει πάντως ότι, ενώ οι δικοί του υπολογισμοί στην περίπτωση της Πολωνίας συγκλίνουν με τις επίσημες διεκδικήσεις, στην περίπτωση της Ελλάδας το επίδικο ποσό υπολογίζεται χαμηλότερο (γύρω στις 280.000).
Η Γερμανία φοβάται συμμαχία των «μικρών»
Τι θα γίνει όμως εάν η Ελλάδα ή η Πολωνία μπουν σήμερα σε μια ευθεία διαμάχη με τη Γερμανία αξιώνοντας την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων; Και φοβάται η Γερμανία τη δημιουργία «προηγούμενου» που θα οδηγήσει και άλλες χώρες σε αντίστοιχες διεκδικήσεις, αν και ισχύει η Συνθήκη «2 συν 4» του 1990 μεταξύ της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και των συμμαχικών δυνάμεων που κατέλαβαν τη Γερμανία μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την οποία οι σύμμαχοι παραιτήθηκαν από όλα τα δικαιώματα που διατηρούσαν στη Γερμανία -άρα και από την απαίτηση πολεμικών αποζημιώσεων.
Σύμφωνα με τον Καρλ Χάιντς Ροτ η Συνθήκη 2 συν λειτούργησε «εις βάρος των κρατών που δεν την είχαν συνυπογράψει. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η συνθήκη δεν δεσμεύει τις χώρες που δεν ήταν συμβαλλόμενα μέρη. Αυτό είναι απολύτως σαφές από την άποψη του διεθνούς δικαίου. Το γνωρίζει και η γερμανική κυβέρνηση», αναφέρει ο ίδιος.
Για να υπενθυμίσει ότι ούτε η Ελλάδα, ούτε η Πολωνία ή άλλες χώρες που ανήκαν στους «μικρούς συμμάχους» δεν είχαν λόγο στη συγκεκριμένη Συνθήκη. «Η γερμανική κυβέρνηση δεν φοβάται τίποτα περισσότερο από μια κοινή προσέγγιση των λεγόμενων μικρών συμμάχων, δηλαδή τις χώρες που είχαν υποστεί δεινά κάτω από τη γερμανική κατοχή στην Ανατολική, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη», σημειώνει ο Κ. Χ. Ροτ. Ο ίδιος μάλιστα προτείνει αυτές οι χώρες να προσφύγουν στην Επιτροπή Διαιτησίας του ΟΑΣΕ, στον οποίο συμμετέχουν και χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ,προκειμένου να θέσουν το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων προς διαπραγμάτευση «ως προσθήκη στη Συνθήκη 2 συν 4».
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Καρλ Χάιντς Ροτ θεωρεί την Ελλάδα και την Πολωνία «πρωτοπόρους» στο ζήτημα αυτό, ενώ πιστεύει ότι η συνεργασία των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών στις δύο χώρες θα μπορούσε να συμβάλει θετικά σε μια κοινή διεκδίκηση. «Η Ελλάδα και η Πολωνία είναι πρωταγωνιστές αυτής της διαδικασίας. Άλλες χώρες παραιτήθηκαν. Η Τσεχία για παράδειγμα δήλωσε ότι δεν θα υποστηρίξει την Πολωνία- παρεμπιπτόντως κατά την επίσκεψη κορυφαίου Γερμανού αξιωματούχου στην χώρα» αναφέρει ο ίδιος.
Σημειώνει, ότι, παρά τις διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις των δύο κυβερνήσεων, στο θέμα της διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων θα μπορούσαν να έρθουν σε επικοινωνία έστω και ατύπως. «Πιστεύω ότι καμία χώρα μόνη της, ούτε η Ελλάδα, ούτε η Πολωνία, μπορεί να θέσει υπό πίεση την ηγεμονική δύναμη της Γερμανίας -γιατί η Γερμανία είναι η ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης- ώστε να έρθει σε συμφωνία για τέτοιου είδους διαφορές. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο πρέπει να υπάρξει μια συντονισμένη προσπάθεια. Μόνο τότε μπορεί να υπάρξει μια ευκαιρία», αναφέρει ο Καρλ Χάιντς Ροτ.
πηγη: DW