Γυρνάς απ’ τη δουλειά. Οι αντοχές σου προφανώς πεσμένες. Δε βλέπεις την ώρα να κάνεις ένα μπάνιο, να φορέσεις τις παντόφλες σου, να ανοίξεις το αγαπημένο σου κρασί και να αράξεις μπροστά στην τηλεόραση.
Ακολουθείς με ευλαβική ακρίβεια το πρόγραμμα που σχεδίαζες εξ αρχής. Η πολυπόθητη ώρα του αναπαυτικού καναπέ έφτασε. Η τηλεόραση συντονίζεται σε μια αδιάφορη ταινία κι εσύ απολαμβάνεις την ησυχία της στιγμής. Δε θες να το κουνήσεις απ’ την αφράτη θέση σου. Έχεις ήδη αρνηθεί κάθε πρόταση φίλων που έπεσε στο τραπέζι κι αποφασίζεις να αφιερώσεις χρόνο στον εαυτό σου. Δε θες, δεν έχεις καμία πρόθεση και σκοπό να ξενυχτίσεις.
Κάπου εκεί, στην απόλυτη χαλάρωση, συνειδητοποιείς ότι σου τελειώνουν τα τσιγάρα. Με ξενερωμένο ύφος, σηκώνεσαι πιο αργά κι από βραδύποδα, φοράς εκείνο το λιωμένο μπλουζάκι και μια φόρμα που χωράει άλλους δύο και χωρίς να αποχωριστείς τις άνετες σαγιονάρες σου, κατεβαίνεις στο περίπτερο.
Επειδή, όμως, οι σαγιονάρες δεν ενδείκνυνται για τον κατηφορικό δρόμο που έχεις να αντιμετωπίσεις, βρίσκεσαι σύντομα σε πλήρη οριζοντίωση στο πεζοδρόμιο. Δε ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις με την κατάστασή σου, αλλά ευτυχώς επιλέγεις το πρώτο όταν συνειδητοποιείς ότι διατηρείς πλήρως την αρτιμέλειά σου.
Ένα χέρι προσφέρεται να σε βοηθήσει κι ένα μικρό χαριτωμένο σκυλάκι βρίσκεται κι εκείνο δίπλα σου να σε μυρίζει απορημένο. Στρέφεις το κεφάλι ώστε να ανακαλύψεις τον ιδιοκτήτη του χεριού. Δύο λαμπερά μάτια σε κοιτούν κι ένα καλοσχηματισμένο χαμόγελο κάνουν το γέλιο σου να κοπεί απότομα. Σηκώνεσαι βιαστικά και ρίχνεις την προσοχή σου στο σκυλάκι για να αποφύγεις την αμηχανία της στιγμής.
Χωρίς να καταλάβεις καν το πώς και το πότε, βρίσκεστε καθισμένοι σε ένα παγκάκι με δύο μπίρες στα χέρια κι από ένα αναμμένο τσιγάρο. Η συζήτηση έχει πάρει φωτιά και πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελάει, αλλά και να αισθάνεται πιο ξεκούραστος από ποτέ. Η σκυλίτσα, που βαρέθηκε να σας παρακολουθεί χωρίς να της δίνετε την παραμικρή σημασία, έχει ήδη παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα δίπλα σας και το μόνο που την κάνει πού και πού να ανοίγει κλεφτά τα ματάκια της είναι τα δυνατά σας γέλια που σπάνε την ησυχία της νύχτας.
Απορείς ακόμη κι εσύ, πώς ξαφνικά βρέθηκαν τόσα πολλά θέματα προς συζήτηση με ένα, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, παντελώς άγνωστο άτομο για σένα. Σύντομα συνειδητοποιείς πως τόσο καιρό ήσασταν γείτονες και χαμπάρι δεν το είχε πάρει κανείς απ’ τους δυο σας. Μέχρι πριν λίγο δεν μπορούσες να βρεις ούτε λόγο αλλά ούτε κίνητρο για να ξενυχτίσεις. Τώρα, δε σε νοιάζει ούτε τι ώρα είναι ούτε το γεγονός πως αύριο θα έχεις πάλι να αντιμετωπίσεις το κλασικό πρωινό ξύπνημα.
Όσο περνάει η ώρα ανακαλύπτετε πολλά κοινά. Απ’ τον τρόπο που θέλετε να διασκεδάζετε, τι ταινίες σας αρέσουν, μέχρι και σε ποιες χώρες ονειρεύεστε να ταξιδέψετε. Νιώθεις πως δε θα βαρεθείς ποτέ αυτόν τον συγκεκριμένο συνομιλητή που έχεις απέναντί σου. Έχετε τόσα πολλά να πείτε που οι ώρες περνούν σαν τρεχούμενο νεράκι.
Απόψε, όχι μόνο του ‘δωσες και κατάλαβε στο ξενύχτι, αλλά δεν άφησες στον εαυτό σου χρόνο να κοιμηθεί. Συνειδητοποιείτε ότι ξημέρωσε όταν τα χρώματα της αυγής στολίζουν τον ορίζοντα και με ένα βιαστικό χαιρετισμό δίνετε υπόσχεση ότι θα τα ξαναπείτε και σύντομα μάλιστα. Ανεβαίνεις στο σπίτι κι ετοιμάζεσαι με όσο πιο γρήγορο ρυθμό μπορείς για τη δουλειά. Ένα ήρεμο χαμόγελο σου ξεφεύγει κι ο νους πετάει στην όμορφη βραδιά.
Δεν ξέρεις ούτε πού θα βγει, ούτε τι είδους σχέση θα προκύψει μεταξύ σας. Το μόνο όμως που μπορείς να πεις με σιγουριά είναι ότι το καλύτερο ξενύχτι σου μετά από καιρό το έκανες την ημέρα που δεν είχες ούτε λόγο ούτε σκοπό να το κάνεις!
Συντάκτης: Μαρία Χαρδαλιά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη