Εξαντλητικά ωράρια, χαμηλοί -αν όχι ανύπαρκτοι- μισθοί, απουσία εργασιακών δικαιωμάτων: Έτσι περιγράφουν την άσκηση τέσσερις νέοι δικηγόροι.
δικηγορία, όπως και η ιατρική, υπήρξε ανέκαθεν η καρδιά του ελληνικού μικροαστικού ονείρου – και όχι άδικα: Για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, το πτυχίο της Νομικής αποτελούσε εργαλείο κοινωνικής ανέλιξης και διαβατήριο για μια ποιοτικά καλύτερη ζωή, τουλάχιστον από υλικής άποψης. Για τις ανώτερες τάξεις, αποτελούσε επιβεβαίωση ενός κοινωνικού στάτους. Σε κάθε περίπτωση, το επάγγελμα του δικηγόρου ήταν πάντα συνδεδεμένο με μια άνετη οικονομική ζωή – τουλάχιστον μέχρι να σκάσει η οικονομική κρίση.
Όπως και στους υπόλοιπους κλάδους, οι δικηγόροι που εργάζονταν ως μισθωτοί είδαν τις απολαβές τους να συμπιέζονται προς τα κάτω, τα ωράριά τους να ξεχειλώνουν και τα περιθώρια για περαιτέρω διεκδικήσεις να περιορίζονται. Υπάρχει, όμως, μια μερίδα εργαζομένων που έμεινε ολοκληρωτικά εκτεθειμένη στο νέο εργασιακό τοπίο που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια: οι ασκούμενοι δικηγόροι.
Η άσκηση είναι εκείνη η γκρίζα ζώνη μεταξύ πτυχίου και έναρξης του δικηγορικού επαγγέλματος. Διαρκεί υποχρεωτικά 18 μήνες και κανένας απόφοιτος της Νομικής Σχολής δεν μπορεί να γίνει δικηγόρος, αν δεν ολοκληρώσει αυτό το στάδιο. Θεωρητικά, πρόκειται για μία περίοδο «μαθητείας», όπου ο απόφοιτος της Νομικής εφαρμόζει στην πράξη τις θεωρητικές γνώσεις που απέκτησε στη σχολή. Κάποτε, ο μισθός ενός ασκούμενου δικηγόρου προσέγγιζε κατά μέσο όρο τα 500-600 ευρώ. Σήμερα, ο μισθός του ασκούμενου σπανίως υπερβαίνει τα 300-400 ευρώ, ενώ δεν είναι σπάνια τα περιστατικά αμισθί εργασίας.
Τέσσερις νέοι δικηγόροι μάς εξηγούν πώς είναι να δουλεύεις για/και με τον νόμο, χωρίς να έχεις ούτε την ελάχιστη νομική κατοχύρωση.
Οκτώ ώρες την ημέρα, για 300 ευρώ
Κατερίνα*, 25 ετών
Η Κατερίνα έχει μερικούς μήνες που τελείωσε την άσκησή της και περιγράφει την περίοδο αυτήν ως την πιο αγχωτική της ζωής της.
«Λες σε κάποιον ότι πρόκειται για εργασιακό μεσαίωνα και η συνήθης αντίδραση είναι “Εντάξει, δικηγόροι θα γίνετε”. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι για αυτά τα δύο χρόνια δεν έχουμε κανένα εργασιακό δικαίωμα, κάτι που να είναι τουλάχιστον νομικά κατοχυρωμένο. Επαφιόμαστε αποκλειστικά στην καλή θέληση του εργοδότη. Οι ώρες σπανίως είναι σταθερές και τα λεφτά είναι πολύ λίγα», επισημαίνει.
Κατά τη διάρκεια της άσκησής της, η Κατερίνα δούλεψε σε ένα δικηγορικό γραφείο. Εργαζόταν οκτώ ώρες την ημέρα για 300 ευρώ. Η ίδια θεωρεί ότι ήταν ένα εξαιρετικά καλό ωράριο, σε σχέση με τον μέσο όρο. Ωστόσο, ο όγκος εργασίας που χρειαζόταν να βγάλει μέσα στη μέρα ήταν τεράστιος και τα καθήκοντα που είχε αναλάβει δυσανάλογα, σε σχέση με τον μισθό της.
«Έκανα κυριολεκτικά τα πάντα. Έγραφα τα δικόγραφα, περίμενα στις ουρές των δικαστηρίων, υποδεχόμουν τους πελάτες, έκλεινα τα ραντεβού, σήκωνα τα τηλέφωνα, πλήρωνα τους λογαριασμούς, έβγαζα τις φωτοτυπίες. Έκανα τα πάντα», συνεχίζει.
Με την εικόνα που απέκτησε αυτούς τους 18 μήνες, γνωρίζει πλέον με βεβαιότητα ότι θέλει να αλλάξει επάγγελμα.
Η Κατερίνα θεωρεί ότι η ταύτιση της άσκησης με κάποιου είδους μαθητεία αποτελεί μια πολύτιμη δικαιολογία για τους δικηγόρους, προκειμένου να πληρώνουν ελάχιστα ή και καθόλου τους εργαζόμενους που απασχολούν. «Με αυτήν τη λογική, δικηγόρος σε συνέντευξη μού είπε ότι κανονικά δεν θα έπρεπε να με πληρώνει, αφού ο χαρακτήρας της άσκησης είναι εκπαιδευτικός. Ωστόσο, τα δικηγορικά γραφεία αυτήν τη στιγμή είναι βαθειά εξαρτημένα από τη δουλειά που βγάζουν οι ασκούμενοι», παρατηρεί.
Η κατάσταση, όμως, δεν ήταν πάντοτε η ίδια. Ο μισθός των ασκούμενων δικηγόρων δεν ήταν ποτέ ιδανικός, αλλά, όπως μου λέει η Κατερίνα, πριν από έξι-επτά χρόνια οι μισθοί των ασκούμενων κυμαίνονταν στα 600 με 700 ευρώ. Η συμπεριφορά, επίσης, των εργοδοτών απέναντι στους ασκούμενους ήταν συνήθως πιο προσεκτική.
«Έχω ακούσει τραγικά περιστατικά: απολύσεις μέσω τηλεφώνου, βρισίδια, φωνές, μέχρι και κάμερες σε δικηγορικά γραφεία, προκειμένου να παρακολουθούν καλύτερα τους εργαζόμενους», συνεχίζει.
Οι περισσότεροι συμφοιτητές της σκέφτονται ήδη να αλλάξουν επαγγελματικό προσανατολισμό – κάτι που περνάει και από το μυαλό της Κατερίνας. Όταν τη ρωτάω αν υπήρξε κάτι που έμαθε μέσα από τη διαδικασία της άσκησης, μου απαντά ότι με την εικόνα που απέκτησε αυτούς τους 18 μήνες, γνωρίζει πλέον με βεβαιότητα ότι θέλει να αλλάξει επάγγελμα.
Ο κανόνας είναι 300-400 ευρώ, δέκα ώρες δουλειάς
Γιώργος, 28 ετών
Ο Γιώργος έχει ολοκληρώσει την άσκησή του εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο και τώρα δουλεύει κανονικά ως δικηγόρος. Ξεκίνησε την άσκησή του σε ένα μικρό δικηγορικό γραφείο το φθινόπωρο του 2015. Δούλευε κατά μέσο όρο εννιά με δέκα ώρες την ημέρα. Δεν είχε σταθερό μισθό, ούτε συγκεκριμένες ημέρες πληρωμής. Έπαιρνε κατά μέσο όρο 250-300 ευρώ. Εργάστηκε εκεί το πρώτο εξάμηνο της άσκησής του, για να δουλέψει στη συνέχεια στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπου ο μισθός του ήταν διπλάσιος. «Το ωράριο μου εκεί ήταν 9.00-15.00 και η αμοιβή 600 ευρώ. Το αντικείμενο ήταν μεν περιορισμένο σε έκταση, αλλά ασχολήθηκα σε βάθος με αυτό και μπορώ να πω ότι το έμαθα καλά. Εκεί, πέρα από τη λάντζα, έκανα και ουσιώδη δουλειά, με σύνταξη δικογράφων και παραστάσεις στα δικαστήρια», μου εξηγεί.
O ίδιος λέει ότι αισθάνεται τυχερός. Οι εργοδότες του, του συμπεριφέρθηκαν με εκτίμηση και σεβασμό και η εργασιακή του καθημερινότητα ήταν σχετικά χαλαρή. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική για την πλειοψηφία των ασκούμενων, όπως μου εξηγεί ο ίδιος: «Στην Αθήνα ο κανόνας είναι 300-400 ευρώ, δέκα ώρες δουλειάς και ανοχή στην κάθε παραξενιά του εργοδότη, επειδή η άσκηση είναι υποχρεωτικό στάδιο, για να γίνεις δικηγόρος. Στην επαρχία, η άσκηση είναι σχεδόν πάντα απλήρωτη».
Σύμφωνα με τον Γιώργο, οι ομολογουμένως κακές συνθήκες που επικρατούν στην άσκηση οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι είναι υποχρεωτικός θεσμός. «Εάν κάποιος δεν επιθυμεί να εργαστεί δωρεάν ή για 300 ευρώ, δεν μπορεί να γίνει δικηγόρος», μου εξηγεί.
Ο βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας της άσκησης και ο φόβος που επικρατεί, δεν διευκολύνουν τη συλλογική διεκδίκηση κάποιων δικαιωμάτων.
Τον ρωτάω αν προβλέπεται κάποιος συγκεκριμένος μισθός για τους ασκούμενους: «Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει ψηφίσει η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων να είναι κατ’ ελάχιστον ο βασικός μισθός, αλλά το ψήφισμα αυτό -όπως ήταν αναμενόμενο- δεν εφαρμόστηκε ποτέ, επειδή δεν υπήρξε ανεξάρτητος φορέας για την εφαρμογή του», απαντά. Επίσης, ο βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας της άσκησης, αλλά και ο φόβος που επικρατεί, δεν διευκολύνουν τη συλλογική διεκδίκηση κάποιων δικαιωμάτων.
Ο Γιώργος πιστεύει ότι «η άσκηση, στη σημερινή της μορφή, έχει χρησιμότητα μόνο για τους δικηγόρους, που απασχολούν εξειδικευμένο προσωπικό με ελάχιστο ή μηδενικό κόστος». Θεωρεί την άσκηση έναν θεσμό «υποκριτικό», από τη στιγμή που οι ασκούμενοι δικηγόροι δεν μαθαίνουν να ασκούν το επάγγελμα, αλλά να καλύπτουν κενά στη λειτουργία των δικηγορικών γραφείων.
Η ζωή μετά την άσκηση, ωστόσο, δεν είναι πολύ ευκολότερη. Όπως μου λέει ο ίδιος, οι μισθοί των νέων δικηγόρων κυμαίνονται από 500-700 ευρώ, οι εισφορές είναι αυξημένες και τα ωράρια εξαντλητικά. «Από φέτος τον Γενάρη που έχω κάνει έναρξη επαγγέλματος, είμαι αυτοαπασχολούμενος. Με δεδομένο ότι οι εργασιακές συνθήκες των νέων δικηγόρων δεν απέχουν πολύ από αυτές των ασκουμένων, επέλεξα να προσπαθήσω μόνος μου», καταλήγει.
Μια βόλτα στην Ευελπίδων θα σας πείσει
Αναστασία, 23 ετών
Η Αναστασία αποτελεί ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Πρωτοβουλίας Ασκουμένων Δικηγόρων, μια συλλογικότητα που δημιουργήθηκε την περασμένη άνοιξη και που διεκδικεί τον καθορισμό κατώτατου μισθού και την κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων για τους ασκούμενους δικηγόρους.
Η Αναστασία αποφοίτησε από τη Νομική Κομοτηνής πριν από περίπου έναν χρόνο. Τον Οκτώβριο του 2017 ξεκίνησε να στέλνει βιογραφικά σε αγγελίες που έβρισκε μέσω Ίντερνετ.
«Τις πρώτες μέρες ήμουν πιο επιλεκτική. Δεν έστελνα σε γραφεία με εξευτελιστικές συνθήκες. O καιρός, όμως, περνούσε και δεν είχα καμία κλήση για συνέντευξη. Τότε, ξεκίνησα να στέλνω σε ό,τι υπήρχε. Έχω πάει σε συνεντεύξεις όπου δέχτηκα “απροειδοποιήτο” τεστ γνώσεων Νομικής, γεγονός αρκετά εξευτελιστικό για έναν άνθρωπο που αξιολογήθηκε από το πανεπιστήμιό του επιτυχώς, εφόσον έχει αποφοιτήσει. Έχω πάει σε συνεντεύξεις που κράτησαν ελάχιστα λεπτά: Εκεί, προφανώς έπαιζε ρόλο η εμφάνιση της ασκούμενης. Εξάλλου, στο πακέτο των αρμοδιοτήτων μας είναι η γραμματειακή υποστήριξη, οπότε ένα ωραίο κοριτσάκι θα προτιμηθεί για την εικόνα του γραφείου», μου εξηγεί.
Η Αναστασία τελικά βρήκε δουλειά σε ένα γραφείο μετά από δύο-τρεις εβδομάδες, αλλά έμεινε για πολύ λίγο καιρό εκεί. Σύμφωνα με την ίδια, ήδη από την πρώτη μέρα η δικηγόρος την κράτησε μια ώρα παραπάνω με χειριστικό τρόπο, επικαλούμενη ότι νιώθει άγχος και ότι υποφέρει από κρίσεις πανικού. Επίσης, ενώ το γραφείο είχε συνεχώς δουλειά, η εργοδότρια ισχυριζόταν ότι «αναγκάζεται να δίνει στους ασκούμενους μόνο 300 ευρώ».
Δημιουργήθηκε μια σελίδα στο Facebook, η οποία είχε τεράστια απήχηση ήδη από τις πρώτες μέρες. «Λαμβάναμε μηνύματα με προσωπικές ιστορίες ασκούμενων για ακραία περιστατικά που έχουν βιώσει».
Όταν έφυγε από το συγκεκριμένο γραφείο, παρόλο που έμεινε άνεργη, η Αναστασία εξακολουθούσε να καταβάλλει τις εισφορές της σε μηνιαία βάση. Λίγο αργότερα, κατάφερε μέσω κλήρωσης να ξεκινήσει άσκηση σε δημόσια υπηρεσία. Όπως και ο Γιώργος, η Αναστασία μού εξηγεί ότι εκεί οι μισθοί και το ωράριο είναι πάνω από το μέσο όρο, όμως σε κάθε περίπτωση, «οι ασκούμενοι χρησιμοποιούνται για να βουλώσουν τις τρύπες λόγω υποστελέχωσης που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο». Η δουλειά τους, εν προκειμένω, είναι να διεκπεραιώνουν «διοικητικής φύσεως λάντζα», όπως μου τη χαρακτήρισε η ίδια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί, η Αναστασία συνέχισε να ψάχνει ένα γραφείο που να διασφαλίζει αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες, όμως χωρίς αποτέλεσμα.
«Κατά την ανταλλαγή εμπειριών για τη ζοφερή καθημερινότητά μας, προβληματιστήκαμε για το τι θα μπορούσε να γίνει, για να αλλάξει κάπως η κατάσταση», μου απαντά, όταν τη ρωτώ πώς προέκυψε η πρωτοβουλία. Οι συζητήσεις με φίλους και γνωστούς ασκούμενους δικηγόρους γύρω από τη συμπεριφορά των εργοδοτών, τους μισθούς, τα ωράρια και το γενικότερο πλαίσιο εργασίας οδήγησε στην ιδέα για τη δημιουργία μιας πρωτοβουλίας, η οποία θα πιέζει για αλλαγές στη βελτίωση της εργασιακής καθημερινότητας των ασκούμενων δικηγόρων.
vice.com